- κέντριον
- κέντριον, τὸ (Α) [κέντριον]1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον2. βούκεντρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρίον — κεντρίον, τὸ (ΑΜ) βλ. κεντρί … Dictionary of Greek
κέντριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίοις — κέντριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίου — κέντριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραμνοδοκέντρια — τὰ, Μ κεντρία, αγκάθια ράμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κέντριον / κεντρίον (< κέντρον)] … Dictionary of Greek
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
κεντριάδαι — κεντριάδαι, οἱ (Α) [κέντριον] (στην Αθήνα) ιερείς οι οποίοι κατά την εορτή τών Διπολίων οδηγούσαν στον βωμό το βόδι που επρόκειτο να θυσιαστεί κεντρίζοντάς το με βούκεντρο … Dictionary of Greek